- τετράχορδος
- τετράχορδοςfour-stringedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετράχορδος — η, ο / τετράχορδος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τετράχορδο α) έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερεις χορδές β) ανιούσα διαδοχή τεσσάρων φθόγγων Ι αρχ. το ουδ. ως ουσ. μουσική κλίμακα που περιλαμβάνει δύο τόνους… … Dictionary of Greek
τετράχορδος — η, ο 1. αυτός που έχει τέσσερις χορδές: Τετράχορδη λύρα. 2. το ουδ. ως ουσ., τετράχορδο, το το βιολί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετράχορδον — τετράχορδος four stringed masc/fem acc sg τετράχορδος four stringed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχόρδοιν — τετράχορδος four stringed masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχόρδοις — τετράχορδος four stringed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχόρδου — τετράχορδος four stringed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχόρδων — τετράχορδος four stringed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχόρδῳ — τετράχορδος four stringed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράχορδα — τετράχορδος four stringed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek